- καταδρομικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην καταδρομή2. κατάλληλος για καταδίωξη, καταδρομή, καταδιωκτικός3. το ουδ. ως ουσ. το καταδρομικό(ν)κατηγορία πολεμικών πλοίων που είναι ελαφρότερα από τα πλοία μάχης, αλλά ταχύτερα από αυτά, αλλ. εύδρομο(ν)4. φρ. «βοηθητικό καταδρομικό πλοίο»(στο παρελθόν) εμπορικό πλοίο ειδικά εξοπλισμένο με σκοπό να παραβλάπτει το εχθρικό εμπόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδρομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Ιωάννη Φιλήμονα].
Dictionary of Greek. 2013.